Εγώ δεν ξέρω

«Γεννηθήτω το θέλημα σου»

Ίσως αυτή η φράση, «γεννηθήτω το θέλημά σου», μπορεί να παρομοιασθεί με το «Αμήν» της επικλήσεως. Και αυτό το «γεννηθήτω το θέλημά σου» είναι η κατάληξη και η ανακεφαλαίωση των προηγούμενων φράσεων. Στις προηγούμενες φράσεις λέμε, «αγιασθήτω το Όνομά σου», «ελθέτω η βασιλεία σου», «γεννηθήτω το θέλημά σου». Αναφερόμαστε στο Θεό, λέμε το όνομά Του να αγιασθεί, η βασιλεία Του να έλθει, το θέλημά Του να γίνει. Δίνουμε τα πάντα στο Θεό, και αυτό επικυρώνεται και ανακεφαλαιώνεται μ΄αυτή τη φράση, «γεννηθήτω το θέλημά σου». Για να καταλάβουμε καλύτερα τί σημασία έχει το «γεννηθήτω το θέλημά σου», θα είναι καλά να θυμηθούμε αυτό που είπε ο Κύριος, γιατί κατέβηκε απ΄τόν Ουρανό: «Εγώ καταβέβηκα εκ του ουρανού ίνα ποιώ το θέλημα του πέμψαντός με Πατρός και τελειώσω αυτού το έργον». Και το άλλο πάλι που λέει, ότι «η κρίσις η εμή δικαία εστί…» Η κρίσις μου είναι δίκαιη και σωστή γιατί «ού ζητώ το θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πέμψαντός με Πατρός». Και κάτι άλλο: θυμάστε που ο Κύριος συναντήθηκε με τη Σαμαρείτιδα, όταν ήλθαν οι μαθητές είπαν στον Κύριο: «Ραββί, φάγε». Κι εκείνος τους απάντησε, ότι «εγώ βρώσιν έχω φάγειν ήν ημείς ούκ οίδατε…». Εγώ έχω να φάω ένα φαγητό το οποίο εσείς δεν ξέρετε. «Εμόν βρώμα εστίν ίνα ποιώ το θέλημα του πέμψαντός με και τελειώσω αυτού το έργον». Αυτό, λέει, που εμένα με τρέφει είναι να ποιώ το θέλημα του πέμψαντος με Πατρός. Και νομίζω ότι αυτό είναι το βασικό πράγμα το οποίο καθορίζει τη ζωή του Κυρίου και τη ζωή τη δική μας. Γι΄αυτό βλέπουμε τον Κύριο στη συνέχεια, την ώρα της Γεσθημανή, δηλ. την ώρα της πραγματική αγωνίας – θάλεγε κανείς την ώρα ενός δυνατού σεισμού που τα πάντα δοκιμάζονται, και ο Κύριος «γενόμενος εν αγωνία εκτενέστερον προσηύχετο» – να λέει «Πάτερ μου, εί ού δύναται τούτο τό ποτήριον παρελθείν απ΄εμού εάν μή αυτό πίω, γεννηθήτω τό θέλημά σου» (Ματθ. κστ΄΄42). Αυτό που μας είπε ο Κύριος να λέμε, και εκείνος το είπε στη δύσκολη στιγμή και προχωρεί ο Κύριος ήρεμα, αλλά παντοκρατορικά πρός το πάθος ακριβώς γιατί λέγοντας, «όχι το δικό μου θέλημα, αλλά το δικό σου να γίνει», αμέσως στρέφεται εσωτερικά, παίρνει άλλη δύναμη και προχωρεί. Λέει ο Αββάς Ισαάκ κάπου, ότι ο άνθρωπος μπορεί, υπακούοντας στο Θεό, να γίνει Θεός κατά χάριν, και να δημιουργήσει εκ του μή όντος νέους κόσμους: ο άνθρωπος γίνεται τελείως νέος, ο αδύνατος παίρνει άλλη δύναμη και ο νεκρός παίρνει νέα ζωή και προχωρεί. Τότε καταλαβαίνει ότι, πράγματι, είναι τροφή πραγματική το να καταλήξει να πεί ήρεμα, «Θέε μου, να γίνει το θέλημά σου και όχι το δικό μου». Γι΄αυτό βλέπετε ότι ο αληθινός θεολόγος δεν είναι αυτός που πάει στο πανεπιστήμιο και παίρνει άριστα επειδή θυμάται μερικές χρονολογίες και μερικά ονόματα ή γράφει μιά εργασία. Αλλά, αληθινός θεολόγος που γνωρίζει ποιά είναι η δύναμη και η αλήθεια της διδασκαλίας του Κυρίου, είναι αυτός ο οποίος στη δύσκολη στιγμή λέγει: μή τό εμόν, αλλά τό σόν γενέσθω θέλημα. Τότε όλος ο Θεός μπαίνει μέσα του, τον ίδιο τον άνθρωπο τον κάνει θεολόγο, τον κάνει θεό κατά χάριν και προχωρεί εν Χριστώ Ιησού με ένα άλλο τρόπο μπροστά. Και όπως ο Κύριος αναστημένος προχωρούσε κεκλεισμένων των θυρών έτσι και ο άνθρωπος, αυτός ο αδύνατος αλλά και παντοδύναμος με τη χάρη του Θεού, προχωρεί είτε τα προβλήματα είναι λυμένα ή ανοικτά. Γι΄αυτό αν τυχόν περνάμε δυσκολίες, ας λέμε το λογισμό μας ελεύθερα. Όπως θέλει κανείς να εκφρασθεί, ας εκφρασθεί, γιατί ο Θεός είναι Πατέρας μας. Αλλά στη συνέχεια ας πούμε, Θέε μου, εγώ δεν ξέρω, εσύ ξέρεις, εσύ μ΄αγαπάς πιό πολύ από ο,τι τους αγαπώ εγώ και πιο πολύ ανήκουν σε σένα όλοι απ΄ ό,τι ανήκουν σε μένα. Οπότε ας γίνει το θέλημα σου. Αν τυχόν το θέλημα σου εξωτερικά φαίνεται καταστροφή, να΄ναι καταστροφή. Καλύτερα μιά θεοθέλητη καταστροφή παρά οποιαδήποτε επιτυχία με την ανθρώπινη βούληση, που είναι αληθινό χαντάκωμα και αληθινή καταστροφή. Τότε το «γεννηθήτω το θέλημά σου» είναι η φράση που μας τρέφει και μας ανασταίνει σε ένα άλλο χώρο.

Πηγή: «Πάτερ ημών…», Αρχιμ. Βασιλείου, Καθηγουμένου Ιεράς Μονή Ιβήρων