Ὁ ὅσιος Πορφύριος, κατὰ κόσμον Εὐάγγελος Μπαϊρακτάρης, γεννήθηκε τὸ 1906 στὸ χωριὸ Ἅγιος Ἰωάννης Καρυστίας στὴν Εὔβοια. Δύο μόνο χρόνια φοίτησε στὸ σχολεῖο, γιατί, ἕνεκα φτώχειας τῆς οἰκογένειάς του, ρίχθηκε ἀπὸ μικρὸς στὴ βιοπάλη. Ἡ καθαρή του καρδιὰ πόθησε ἀπὸ πολὺ νωρὶς τὸν Χριστό. Διαβάζοντας τὸν Βίο τοῦ ὁσίου Ἰωάννη τοῦ Καλυβίτη, τοῦ γεννήθηκε ὁ πόθος τῆς μοναχικῆς ζωῆς καὶ σὲ ἡλικία μόλις 14 ἐτῶν, θέλοντας νὰ μιμηθεῖ τὸν ἀγαπημένο του ἅγιο, ἐγκαταλείπει τὸν κόσμο καὶ πάει στὸ Ἅγιον Ὄρος, γιὰ νὰ ἀσκητέψει. Ἐκεῖ συναντᾶ τοὺς Γέροντες Ἰωαννίκιο καὶ Παντελεήμονα καὶ μένει μαζί τους στὰ Καυσοκαλύβια. Ἔτσι γίνεται, ὡς μιμητὴς τοῦ Καλυβίτη, Καυσοκαλυβίτης. Κοντά στοὺς δύο τούτους ἐνάρετους καὶ αὐστηροὺς Γέροντες ἀσκεῖται καθημερινὰ στὴν ὑπακοὴ καὶ τὴ νέκρωση τοῦ θελήματός του καί, λίγο πρὶν τὰ εἴκοσί του χρόνια, τὸν ἐπισκέπτεται πλούσια ἡ θεία Χάρη. Ὁ τότε μοναχὸς Νικήτας, ὅπως ὀνομάστηκε στὴ μοναχική του κουρὰ ὁ μικρὸς Εὐάγγελος, περιμένει κάποτε στὸν προνάρθηκα τοῦ Κυριακοῦ (κεντρικοῦ ναοῦ) τῆς Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων, νὰ ἀρχίσει ἡ ἀγρυπνία. Φθάνει τότε ὁ γέρο Δημᾶς, ἕνας κρυφὸς ἅγιος, ἐνενῆντα ἐτῶν, πρώην ἀξιωματικὸς τοῦ ρωσικοῦ στρατοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν ἀντιλαμβάνεται τὴν παρουσία τοῦ π. Νικήτα. Βέβαιος, ὅτι κανεὶς ἄλλος δὲν βρίσκεται ἐκεῖ, ἀρχίζει νὰ προσεύχεται θερμὰ μπροστὰ στὴν κλειστὴ πόρτα τοῦ ναοῦ μὲ στρωτὲς μετάνοιες. Τότε ἀρχίζει νὰ ξεχειλίζει ἡ Χάρη ἀπὸ τὸν ἀσκητὴ Δημᾶ ὡς φῶς, καὶ νὰ ἁπλώνει παντοῦ, καλύπτοντας καὶ τὸν μοναχὸ Νικήτα (Πορφύριο). Μὲ ἄλλα λόγια, ὁ Θεὸς χρησιμοποίησε ἕνα κρυφὸ ἅγιο, τὸν πυρφόρο καὶ θεοφόρο Γέροντα Δημᾶ, γιὰ ν᾽ ἀνάψει τὴ φλόγα τοῦ Πνεύματος σ᾽ ἕνα ἄλλο ἅγιο, τὸν μοναχὸ Νικήτα, ποὺ ἦταν ἕτοιμο «εὔφλεκτο ὑλικό», νὰ δεχθεῖ τὴ θεία Χάρη.
Ἀπὸ τότε ἄνοιξαν οἱ αἰσθήσεις τοῦ ὁσίου Πορφυρίου καὶ ἡ προσευχή του ἔγινε διαπεραστική. Τὸ διορατικὸ χάρισμα, ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεό, δὲν ἦταν περιορισμένης κλίμακας, ἀλλὰ πολὺ μεγάλης. Ἄκουε, ὀσφραινόταν καὶ ἔβλεπε τὰ πάντα ἀπὸ χιλιόμετρα μακριά. Μιλοῦσε γιὰ ὅλα μὲ λεπτότητα καὶ ἁπαλότητα, γιὰ τὸ σύμπαν, τοὺς οὐρανούς, τοὺς πλανῆτες, τὴν ἐπιστήμη, τὰ λουλούδια, τὰ πουλιά, τὴ φύση, τὴν ψυχή, τὴν καρδιά, τὸν νοῦ καὶ τὴ συμπεριφορὰ τῶν ἀνθρώπων, τὴ θεία Λειτουργία, τοὺς ὕμνους. Καί, δὲν τοῦ δόθηκε ἄνωθεν ἡ γνώση ἁπλῶς τῶν ὄντων, ἀλλὰ καὶ ἡ γνώση τῶν λόγων τῶν ὄντων, δηλαδὴ ἡ ἀποκάλυψη τῆς γνώσης τοῦ γιατὶ πλάσθηκε τὸ κάθε δημιούργημα καὶ ποιὸ σκοπὸ ἔχει. Προκαλοῦσε βεβαίως ἔκπληξη καὶ θαυμασμὸ στοὺς ἀνθρώπους μὲ τὰ χαρίσματά του, ἀλλ᾽ αὐτὸ δὲν γινόταν γιὰ νὰ θαυμάζουν τὸν ἴδιο, ἀλλὰ γιὰ νὰ τοὺς ὁδηγεῖ στὴ μετάνοια, ὥστε νὰ δημιουργηθεῖ μέσα τους ἕνα ὡραῖο κλίμα, γιὰ νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ ποῦν· «Ἔλα, Χριστέ μου, γιατὶ χωρὶς Ἐσένα, ὅσο ὡραῖο κι ἂν εἶναι τὸ κλίμα αὐτό, ἡ ὀμορφιὰ εἶναι λειψή, ἐπειδὴ Ἐσὺ εἶσαι ἡ μόνη πηγὴ τῆς ὡραιότητας. Ὁ μόνος Ὡραῖος, ὁ ἀείποτε Ὡραῖος, ὁ Ὡραῖος κάλλει παρὰ πάντας βροτούς!» Τὸν ἐνδιέφερε οἱ ἄνθρωποι νὰ γνωρίζουν τὸν Χριστὸ χωρὶς βία. Νὰ ἐμπνέονται ἀπὸ τὰ δημιουργήματά Του, τὴν ὀμορφιὰ τῆς φύσης, ἀπὸ μιὰ καλὴ ψυχή, μιὰ ὡραία εἰκόνα, μιὰ ὡραία μουσική, νὰ θαυμάζουν, νὰ ἐκπλήσσονται καὶ νὰ χαίρονται ἔτσι τὸν Δημιουργὸ τοῦ σύμπαντος κόσμου καὶ τὴ δημιουργία Του. Πολλὲς φορές, ἀκούγοντάς τον νὰ ἐκφράζεται ἔτσι, αἰσθάνθηκα αὐτό, ποὺ γράφει στὸ πρῶτο κεφάλαιο τῆς Γένεσης :«καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὰ πάντα, ὅσα ἐποίησεν, καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν» (Γεν.1,31).